-
1 κατ-οικίζω
κατ-οικίζω, 1) ansiedeln, in einen Wohnsitz versetzen; τούτους εἰς Μέμφιν Her. 1, 154; χώρᾳ κατοικιῶ Soph. O. C. 642; γυναῖκας εἰς φῶς ἡλίου, ans Tageslicht bringen, Eur. Hipp. 617; ψυχὴν ἀτίμως ἐν τάφῳ Soph. Ant. 1056; ἑαυτόν Plat. Rep. IX, 592 b; ἐκγόνους ἐν τόπῳ Critia. 113 c; τὸ ϑνητὸν εἰς ἄλλην οἴκησιν Tim. 69 d; Sp., ἐκ Ῥώμης εἰς Καμερίαν Plut. Rom. 24; den Verbannten in sein Vaterland zurückführen, γῆς πατρῴας ἐστερημένον σύ τοι κατῴκισάς με Aesch. Eum. 726; übtr. τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα, Hoffnungen in Einem gründen, erwecken, Prom. 250; εἰς τὰς ἀρχαίας οἰκήσεις Plat. ep. 8 p. 357 b. – Pass. angesiedelt werden, sein, wohnen; Θήβας, οὗ κατῳκίσϑην ἐγώ Eur. Herc. Fur. 13; κατοικίσϑησαν ἐν Αἰγύπτῳ Her. 1, 154; κατοικισϑεὶς εἰς τόπους Thuc. 2, 102; τὴν περὶ τὸ ἧπαρ ψυχῆς μοῖραν κατῳκισμένην Plat. Tim. 71 d, vgl. 89 e. – 2) γῆν, πόλιν, eine Stadt, ein Land mit Ansiedlern besetzen, bevölkern, anbauen; Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν Aesch. Prom. 727; Ar. Av. 196; Λεοντίνους, im Ggstz von ἐξοικίζω, Thuc. 6, 76; πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον Plat. Rep. II, 370 e; νήσους Isocr. 4, 35. – Isocr. 19, 23. 24 braucht auch, nach den besseren mss., das med., κατοικισάμενος ἐν Τροιζῆνι, εἰς Αἴγιναν, sich niederlassen.
-
2 κατοικίζω
κατοικ-ίζω, Cret. [full] καταϝοικίδδω Schwyzer 175.2 ([place name] Gortyn): [dialect] Att.[tense] fut. -Aῐῶ A.Pr. 725
:—settle, establish,κ. τινὰς ες Μέμφιν Hdt.2.154
, cf. Ar. Pax 205, Decr. ap. D.18.182, etc.; κ. πόλιν εἰς τόπον place it.., Pl.R. 370e;γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κ. E.Hipp. 617
, cf. Pl.Ti. 70a, Critias Fr.25.38, etc.;κ. ψυχὴν ἐν τάφῳ S.Ant. 1069
;ἐκγόνους ἐν τόπῳ Pl.Criti. 113c
; ἐλπίδας ἔν τινι κ. plant them in his mind, A.Pr. 252;κ. τινὰ χώρᾳ S.OC 637
;τινὰς ἐκ Ῥώμης εἰς τὴν Καμερίαν κ. Plu.Rom.24
:—[voice] Pass., to be settled,ἐν Αἰγύπτῳ Hdt.2.154
;περὶ τὸ ἧπαρ Pl.Ti. 71d
;τοὺς ἐπὶ τοῦ Πόντου κατῳκισμένους App.Mith.15
; κ. Λατώσιον Schwyzer l.c.II c.acc.loci, colonize, people a place, ;Μέγαρα Hdt.5.76
, cf. E.Andr. 295 (lyr.), Th.6.76, etc.;τὴν Σικελίαν Pl.Ep. 357a
;τὸν Εὔξεινον πόντον κ. πόλεσι λαμπραῖς Ath.12.523e
:—[voice] Pass., to be settled,ἡ Ἑλλὰς -ῳκίζετο Th.1.12
, cf. 2.17; to be founded, established, Isoc.9.19; πόλεις κατοικιζόμεναι εὐθύς, opp. ἤδη κατοικούμεναι, Arist.Pol. 1266b1.III [voice] Med., establish oneself, settle, Th.2.102; ἐν Τροιζῆνι, εἰς Αἴγιναν, Isoc.19.23, 24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοικίζω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий